- μουσαφιρλίκι
- το1. περιποίηση προς επισκέπτη, φιλοξενία2. συν. στον πληθ. τα μουσαφιρλίκιαοι επισκέψεις.[ΕΤΥΜΟΛ. < μουσαφίρης + κατάλ. -λίκι* (πρβλ. θεριακ-λίκι)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μουσαφιρλίκι — το ιού (λ. τουρκ.), η περιποίηση προς τον επισκέπτη ή το φιλοξενούμενο, η φιλοξενία: Δε σταμάτησαν τα μουσαφιρλίκια από τότε που πήγαν σε μεγαλύτερο σπίτι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)